Στις τοποθεσίες Τεππές και Καμινούδκια του χωριού Σωτήρας υπάρχουν σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι των Προϊστορικών χρόνων.

Στην τοποθεσία Τεππές ανεσκάφησαν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα κατοικιών συνοικισμού της Νεολιθικής ΙΙ εποχής (4500 – 3900 π.χ.) ενώ στην τοποθεσία Καμινούθκια ανεσκάφησαν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα κατοικιών συνοικισμού της Πρώιμης εποχής του Χαλκού Ι (2500 – 2075 π.χ) καθώς και αρκετοί λαξευτοί θαλαμοειδείς τάφοι νεκροταφείου της ίδιας εποχής.

Ανασκαφές στη Σωτήρα διενήργησε ο Πορφύριος Δίκαιος μαζί με την Αμερικανική Αποστολή του Πανεπιστημίου Πενσυλβανίας το 1947, 1951-52, 1954 και 1956, που δημοσίευσε τα πορίσματα του με τίτλο Sotira (Philadelphia, 1961). Επίσης, στην τοποθεσία Καμινούδκια ανασκαφές έγιναν το 1981 μέχρι το 1986 υπό τη διεύθυνση του δρα Stuart Swiny και με χρηματοδότηση του Αμερικανικού Αρχαιολογικού Κέντρου Ερευνών στη Κύπρο.

Ο συνοικισμός της Νεολιθικής ΙΙ περιόδου, στη Σωτήρα, είναι ένας από του κύριους στην Κύπρο που αντιπροσωπεύουν τη δεύτερη αυτή φάση του κυπριακού Νεολιθικού πολιτισμού μαζί με τους συνοικισμούς στον Άγο Επίκτητο – Βρύσης, στη Φιλιά – Δράκο και στην Καλαβασό Α΄.
Κατά τη δεύτερη αυτή φάση του Νεολιθικού πολιτισμού παρατηρείται μια σημαντική ανάπτυξη καταφανέστατη σε όλους τους τομείς της βιοτεχνίας και μια εξέλιξη σε μεγάλο βαθμό της οικιακής αρχιτεκτονικής που συνδυάζει τον παλαιό τυπικό ρυθμό με καινούργιους ρυθμούς και αποκτά ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα. Παρατηρούνται επίσης καινούργια ταφικά και θρησκευτικά έθιμα. Ο νεολιθικός συνοικισμός της Σωτήρας συνδυάζει αρκετές τέτοιες καινοτομίες. Ήταν κτισμένος στην κορφή μικρού λόφου, όχι μακριά από την ακτή.

Στον συνοικισμό της Σωτήρας μερικές από τις κατοικίες είναι ακανόνιστες, κυκλικές ή ελλειψοειδείς στην κάτοψη τους, άλλες ακανόνιστες τετραγωνικές ή τετράπλευρες με στρογγυλεμένα άκρα και άλλες συνδυάζουν το τετράπλευρο με το ημικυκλικό σχήμα. Τα θεμέλια και το κάτω τμήμα των τοίχων ήσαν κτισμένα με αργούς λίθους και το πάνω μέρος με πλινθάρια ή με καλάμια και ξύλα, επενδυμένα με παχύ στρώμα πηλού. Το μέγιστο πάχος των τοίχων ήταν ένα μέτρο περίπου και το διατηρημένο ύψος τους δεν ξεπερνά το 90 εκατοστόμετρα. Η κάθε κατοικία είχε μια και μοναδική πόρτα στην πρόσοψη.

Στο χαμηλό ύψος των διατηρημένων τοίχων δεν έχουν επισημανθεί ίχνη παραθύρων. Άγνωστα παραμένουν επίσης τόσο η τεχνική κατασκευή όσο και το σχήμα της στέγης, αν και γίνονται διάφορες υποθέσεις. Τα δάπεδα των κατοικιών ήσαν καμωμένα από κτυπητή γη και στο κέντρο τους υπήρχαν συνήθως ένας κεντρικός και τέσσερις γωνιακοί πάσσαλοι που υποβάσταζαν τη στέγη. Στις μεγαλύτερες κατοικίες ο εσωτερικός χώρος ήταν διαιρεμένος σε μικρά δωμάτια με τις απαραίτητες κυκλικές εστίες σε απόκεντρα σημεία. Ως κρεβάτια χρησίμευαν κτιστά έδρανα που εφάπτονταν στους πλάγιου τοίχους. Η διάταξη των κατοικιών ήταν πολύ πυκνή και χωρισμένη σε μικρές ομάδες που επικοινωνούσαν με στενά περάσματα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο συνοικισμός πιθανό να περιβαλλόταν από αμυντικό τοίχος.

Η ταφή των νεκρών παρουσιάζει, επίσης, εξέλιξη και χτυπητές διαφορές. Στη Σωτήρα (όπως και στον Άγιο Επίκτητο, στη Φιλιά και στην Καλαβασό) οι τάφοι συνεχίζουν μεν την αρχιτεκτονική παράδοση των μικρών αβαθών και ορθογωνίων ορυγμάτων, αλλά είναι σκαμμένοι ή λαξευμένοι όχι μέσα στις ίδιες τις κατοικίες ή ακριβώς έξω από αυτές, όπως γινόταν πιο πριν και τώρα σε άλλους συνοικισμούς, αντίθετα στους πιο πάνω συνοικισμούς έχουμε την ύπαρξη χωριστών νεκροταφείων που συνόρευαν με αυτούς. Οι νεκροί εξακολουθούσαν να θάβονται σε συνεσταλμένη στάση, αλλά χωρίς τη συνοδεία κτερισμάτων. Μια μεγάλη πέτρα ετοποθετείτο πάνω στο σώμα τους.

Οι εξελίξεις και οι καινοτομίες στους διάφορους τομείς που παρατηρούνται στον νεολιθικό συνοικισμό της Σωτήρας και στον συνοικισμό της Καλαβασού οδήγησαν στη διατύπωση της θεωρίας ότι ξένοι άποικοι, πιθανώς από τη Συροπαλαιστινιακή ακτή είχαν έλθει και εγκατασταθεί στη Κύπρο κατά τη Νεολιθική ΙΙ περίοδο.

Οι κάτοικοι της Σωτήρας ήσαν γεωργοί, κυνηγοί αλλά και επιδέξιοι αγγειοπλάστες. Αν και υστερούσαν, όπως φαίνεται, στην τεχνική της κατεργασίας του λίθου (τα λίθινα αγγεία τους είναι κατασκευασμένα από ασβεστολιθικά πετρώματα), τα κατάφερναν πολύ καλύτερα στην αγγειοπλαστική. Η Νεολιθική ΙΙ περίοδος χαρακτηρίζεται και από την κεραμεική της με «κτενιστή» διακόσμηση (όταν το αγγείο ήταν ακόμη άψητο, αφαιρείτο μέρος από το υγρό καστανό ή κόκκινο αλείφωμα του με ένα εργαλείο που έμοιαζε με κτένι και εδημιουργείτο με τον τρόπο αυτό μια διακόσμηση με πολλές παράλληλες, ευθείες ή κυματιστές γραμμές πάνω στον πηλό), όπως και με γραπτή διακόσμηση.

Τέτοια αγγεία βρέθηκαν τόσο στη Σωτήρα όσο και σε άλλους σύγχρονους της συνοικισμούς, μαζί με πολλά λίθινα αγγεία. Βρέθηκαν επίσης άφθονα δρεπάνια, χειρόμυλοι και άλλα εργαλεία στα δάπεδα των οικιών, που αποδεικνύουν τον γεωργικό χαρακτήρα του συνοικισμού. Αντίθετα, βρέθηκε ένα μόνο λίθινο ειδώλιο. Μεταξύ των δειγμάτων αγγειοπλαστικής από τη Σωτήρα ξεχωρίζουν ιδιαίτερα για την κομψότητα τους οι μεγάλες γραπτές άωτες πρόχοι με «κτενιστό» διάκοσμο και δακτυλίους βαμμένους σε κατακόρυφη διάταξη.

Σύμφωνα προς τις υπάρχουσες ενδείξεις ο νεολιθικός συνοικισμός της Σωτήρας πιθανώς είχε καταστραφεί από σεισμό.

Στον συνοικισμό στην τοποθεσία Καμινούθκια, της Πρώιμης εποχής του Χαλκού, αποκαλύφθηκαν λιγότερα οικιακά κατάλοιπα, που μαρτυρούν ωστόσο ότι η οικιακή αρχιτεκτονική της πρώτης περιόδου της εποχής αυτής αποτελεί εξέλιξη από τους αρχιτεκτονικούς τύπους των τετράπλευρων κατοικιών του νεολιθικού συνοικισμού στη Σωτήρα. Οι κατοικίες ήσαν λιθόκτιστες, με ορθογώνιες κατόψεις, και διαιρούνταν σε μικρότερα δωμάτια εσωτερικά. Μερικοί καλοδιατηρημένοι τοίχοι, με μέσο ύψος περί το ένα μέτρο, έχουν πάχος που φθάνει σχεδόν τα δύο μέτρα. Τα δάπεδα των κατοικιών ήσαν επιστρωμένα με συμπαγές παχύ στρώμα πηλού και εφοδιασμένα με απόκεντρες πηλόκτιστες κυκλικές εστίες. Τα κρεβάτια ήσαν και εδώ χαμηλά λιθόκτιστα έδρανα εφαπτόμενα στο εσωτερικό των πλάγιων τοίχων. Υπήρχε και πάλι μια και μόνη είσοδος, στην πρόσοψη των κατοικιών.

Μεταξύ των κινητών ευρημάτων του συνοικισμού στα Καμινούθκια περιλαμβάνονται διάφορα πέτρινα και πήλινα αγγεία, πήλινα αδράχτια, πέτρινα και άλλα εργαλεία, περιλαμβανομένου ενός βελονιού από χαλκό. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε τάφο του νεκροταφείου του συνοικισμού βρέθηκε ένα χρυσό σκουλαρίκι, που είναι και το αρχαιότερο, μέχρι σήμερα, δείγμα του είδους του. Η ανακάλυψη του μαρτυρεί ότι η τέχνη της χρυσοχοΐας είχε αρχίσει να αναπτύσσεται από την εποχή εκείνη.

Τα ανασκαφικά δεδομένα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο συνοικισμός στην τοποθεσία Καμινούθκια μάλλον κατοικήθηκε για πρώτη φορά στη μεταβατική περίοδο από τη Χαλκολιθική στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού και εγκαταλείφθηκε κατά τη διάρκεια της Πρώιμης εποχής του Χαλκού.